ἐπανάστημα

ἐπανάστημα
ἐπανάστημα
rising
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναστήματα — ἐπανάστημα rising neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναστήματι — ἐπανάστημα rising neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαναστήματος — ἐπανάστημα rising neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”